- βουτσί
- το (Μ βουττίον και βουττίν και βουτσίον και βουτσίν)ξύλινο βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιούμσν.μέτρο χωρητικότητας πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βουτσίν < βουτσίον < *βουτίον < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι»].
Dictionary of Greek. 2013.